ῥάχης

ῥάχης
ῥάχας
wooded ridge
masc nom sg
ῥάχη
fem gen sg (attic epic ionic)
ῥάχις
the lower part of the back
fem nom/voc pl (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βίσονας — Κοινή ονομασία ορισμένων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Παλαιότερα ήταν πολύ διαδεδομένοι στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Όμως, το εντατικό κυνήγι κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, για το… …   Dictionary of Greek

  • πολυπλακοφόρα — (polyplacophora). Μαλάκια αμφίνευρα με σώμα συμμετρικό, ωοειδές και πλατύ. Λέγονται και πλακοφόρα. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι το όστρακο της ράχης τους, που αποτελείται από μια σειρά ασβεστολιθικές πλάκες, ενωμένες χαλαρά μεταξύ τους,… …   Dictionary of Greek

  • χελώνιο — το / χελώνιον, ΝΜΑ [χελώνη] το όστρακο, το προστατευτικό κάλυμμα τής χελώνας νεοελλ. ζωολ. καθένα από τα μέλη τής τάξης χελώνια αρχ. 1. το όστρακο τού κάβουρα 2. το κυρτό μέρος τής ράχης («νῶτα τοίνυν ὑπ αὐχένι κείμενα τὸ μὲν ἔγκυρτον, χελώνιον… …   Dictionary of Greek

  • ύβωμα — το / ὕβωμα, ώματος, ΝΑ κύρτωμα ράχης, ύβος, καμπούρα νεοελλ. 1. (γεωγρ·) τοποθεσία με ενδιάμεσο υψόμετρο, η οποία περιβάλλεται από περιοχές αντίθετου αναγλύφου, λ.χ. όρη ή λόφοι από τη μία πλευρά και πεδιάδες από την άλλη, τοποθεσία που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • ύβος — ο 1. παθολογικό κύρτωμα ή εξόγκωμα της ράχης ή του στήθους εξαιτίας παραμόρφωσης της σπονδυλικής στήλης ή του στέρνου, ύβωμα, καμπούρα. 2. το κύρτωμα, η καμπούρα της ράχης της καμήλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”